Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2011

ΚΑΙ ΝΑ ΑΔΕΡΦΕ ΜΟΥ

Και να αδερφέ μου
που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
ήσυχα, ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα
δε χρειάζονται περισσότερα.

Κι αύριο λέω θα γίνουμε
ακόμα πιο απλοί.
Θα βρούμε αυτά τα λόγια
που παίρνουνε το ίδιο βάρος
σ' όλες τις καρδιές,
σ' όλα τα χείλη,
έτσι να λέμε πια
τα σύκα-σύκα
και τη σκάφη-σκάφη.

Κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι
και να λένε:
"Τέτοια ποιήματα
σου φτιάχνω εκατό την ώρα".
Αυτό θέλουμε κι εμείς.
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε
για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου,
απ' τον κόσμο.
Εμείς τραγουδάμε
για να σμίξουμε τον κόσμο.


Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Χρήστος Λεοντής
Πρώτη εκτέλεση: Γιάννης Ρίτσος & Νίκος Ξυλούρης

Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

Νίκος Καββαδίας - Μαραμπού


Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ
κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.
Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό,
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.
Ακόμα, λένε πράματα φριχτά πάρα πολύ,
που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές
κανείς δεν το 'μαθε, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.
Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.
Ήμουνα τότε δόκιμος σ' ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
Τότε τη γνώρισα - σαν άνθος έμοιαζε αλπικό -
και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.
Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου όπου 'χε αυτοκτονήσει,
ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
μήπως εκεί γινότανε να τηνε λησμονήσει.
Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε,
συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.
Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,
μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.
Ένα μικρό της πέρασα σταυρό απ' το λαιμό
κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε, την πόλη.
Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μες στην καρδιά της Άμμου.
Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ.
Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αέρας με φλογίζει.
Κάτι άνθη εξαίσια του ποταμού βρωμούν,
κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.
Θα προχωρήσω!...ΜΙα βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα,
και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.
Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.
Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.
Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
Τα δάχτυλά μου καθρά μέτρααν τα κόκαλά της.
Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές,
"μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της".
Όταν την είδα και στο φως τ' αχνό το πρωινό,
μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σα να 'χα φοβηθεί,
το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.
Δώδεκα φράγκα γαλλικά...Μα έβγαλε μια φωνή,
κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
και μια το πορτοφόλι μου...Μ' απόμεινα κι εγώ
ένα σταυρόν απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.
Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό.
Μ' αν ήξεραν οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συγχωρέσει...
Το χέρι τρέμει...Ο πυρετός...Ξεχάστηκα πολύ,
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω...

Δευτέρα 11 Απριλίου 2011

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΡΟΥΛΗΣ - μαυρη πεταλουδα


Κάτασπρα κι άσπρα, κάτασπρα νερά
δε σε ξεπλένουν τούτη τη φορά
σε ψάχνει ο άγγελος σου με κερί
βγες μαύρη πεταλούδα να σε βρει

Κοιμούνται τα μαχαίρια στα βουνά
κι η μαύρη πεταλούδα τα ξυπνά.
Αλλού χαρίζει ο Χάρος το φιλί
κι η μαύρη πεταλούδα τον καλεί

Ποιόν πόθο είδες να 'μεινε κρυφός
κι εσύ πετάς πολύ κοντά στο φως.
Λιβάνι καιν και κλαιν οι ουρανοί
κι η νύχτα δε θα σε 'βρει ζωντανή

Κάτασπρα κι άσπρα, κάτασπρα νερά
δε σε ξεπλένουν τούτη τη φορά
ανάβει ο άγγελός σου τρεις φωτιές
βγες έξω μαύρη πεταλούδα, βγες

Κυριακή 10 Απριλίου 2011

rage against the machine bulls on parade


Come with it now
Come with it now

The microphone explodes, shattering the molds
Ya either drop tha hits like de la O or get the fuck off the commode
With the sure shot, sure to make the bodies drop
Drop and don't copy yo, don't call this a co-opt
Terror rains drenchin', quenchin' the thirst of the power drones
That five sided fist-a-gon
The rotten sore on the face of mother earth gets bigger
Tha triggers cold empty your purse

They rally round the family
With a pocket full of shell

Weapons not food, not homes, not shoes
Not need, just feed the war cannibal animal
I walk the corner to the rubble that used to be a library
Line up to the mind cemetary, now
What we don't know keeps the contracts alive an movin'
They don't gotta burn tha books they just remove 'em
While arms warehouses fill as quick as the cells
Rally round tha family, pocket full of shells

Rally round the family
With a pocket full of shells

They rally round the family
With a pocket full of shells

Bulls on parade

Come with it now
Come with it now

Bulls on parade
Bulls on parade
Bulls on parade
Bulls on parade
Bulls on parade

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

Λεωνίδας Μπαλάφας~Αδιαφορία


Μόνος γυρνάς και κοιμάσαι παντού
ψάχνεις στο κρύο ένα σημείο ζεστό
ένα σπίτι μικρό από κομμένα κουτιά με μια κουβέρτα σκεπή να σε κρατάει ζωντανό

Πώς αυτοί που βλέπουν έχουν μάτια τυφλά

Ψάχνεις να φας, όταν νυχτώνει
με ένα καρότσι να βρεις, ότι απομένει
σε 2 μήνες πεθαίνει από απεργία και το μόνο που μένει σκέτη αδιαφορία

Πώς αυτοί που ακούνε έχουν τα αυτιά τους κλειστά

Πώς αυτοί που βλέπουν έχουν μάτια τυφλά, μια στάση κάνουν και φεύγουν
Πώς αυτοί που ακούνε έχουν τα αυτιά τους κλειστά, μια στάση κάνουν και φεύγουν

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

Μίλτος Σαχτούρης-Ὁ στρατιώτης ποιητής


Δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε ἡ ζωή μου

Τὴ μιὰν ἡμέρα ἔτρεμα
τὴν ἄλλην ἀνατρίχιαζα
μέσα στὸ φόβο
μέσα στὸ φόβο
πέρασε ἡ ζωή μου

Δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυροὺς
σὲ μνήματα
καρφώνω

Μίλτος Σαχτούρης (Αθήνα, 29 Ιουλίου 1919 – Αθήνα, 29 Μαρτίου 2005)

Σάββατο 26 Μαρτίου 2011

Jefferson Airplane - Somebody To Love


When the truth is found to be lies
and all the joy within you dies
don't you want somebody to love
don't you need somebody to love
wouldn't you love somebody to love
you better find somebody to love

When the garden flowers baby are dead yes
and your mind [, your mind] is [so] full of BREAD
don't you want somebody to love
don't you need somebody to love
wouldn't you love somebody to love
you better find somebody to love

your eyes, I say your eyes may look like his [yeah]
but in your head baby I'm afraid you don't know where it is
don't you want somebody to love
don't you need somebody to love
wouldn't you love somebody to love
you better find somebody to love

tears are running [ahhh, they're all] running down your breast
and your friends baby they treat you like a guest.
don't you want somebody to love
don't you need somebody to love
wouldn't you love somebody to love
you better find somebody to love