Σάββατο 24 Ιουλίου 2010

Αντιδράσεις για τη γιορτή αποκατάστασης της Δημοκρατίας


«Ευχαριστώ για την ειδοποίηση, αλλά δεν μπορώ να αποδεχτώ την πρόσκληση για λόγους αρχής. Πρέπει να προτείνουμε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αντί για δεξίωση, να επισκέπτεται τόπους και χώρους μνήμης από τα πέτρινα χρόνια της χούντας». Η παραπάνω δήλωση, ανθρώπου ο οποίος εξορίστηκε και φυλακίστηκε στα χρόνια της δικτατορίας, είναι χαρακτηριστική αντιδράσεων που εκδηλώνονται γύρω από τον τρόπο εορτασμού της αποκατάστασης της Δημοκρατίας.

Ο Τριαντάφυλλος Μηταφίδης, πολιτικός κρατούμενος της χούντας και μέλος του ΔΣ του Συλλόγου Φυλακισθέντων Εξορισθέντων (1967-74), απέρριψε την πρόσκληση να παρευρεθεί στο προεδρικό Μέγαρο, το Σάββατο το πρωί, ανάμεσα σε εκπροσώπους του πολιτικού συστήματος, της εκκλησίας και άλλων τομέων, αναφέροντας χαρακτηριστικά πως «οι επισημότητες για την «αποκατάσταση της δημοκρατίας», ιδιαίτερα στη μετά ΔΝΤ εποχή, αποτελούν κοινωνική πρόκληση και κακό μάθημα ιστορίας για τη νέα γενιά που μεγαλώνει με την ιστορική αμνησία ή την επιλεκτική μνήμη των σχολικών βιβλίων».

Ανάλογες εκκλήσεις απευθύνθηκαν και μέσα από το λογαριασμό στο Facebook του Στάθη Παναγούλη, αδελφού του γνωστού αγωνιστή κατά της χούντας, Αλέκου Παναγούλη: «Παρακαλώ θερμά όλους τους συντρόφους που βασανιστήκαμε, που χάσαμε τα πάντα από τη χούντα, να μην παρευρεθούμε εκεί». «Και μόνο που θα αναγκαστείτε να τους χαιρετήσετε (Τσοχατζόπουλο, Σημίτη, Παπαντωνίου, Βουλγαράκη, Σηφουνάκη, Πάγκαλο, Ρουσόπουλο) ΠΩΣ ΘΑ ΑΙΣΘΑΝΘΕΙΤΕ;;;;;;», γράφτηκε χαρακτηριστικά.

Σημειώνεται, πάντως, ότι περσινή απόφαση του προέδρου της Δημοκρατίας άλλαξε σε ένα βαθμό το ύφος του εορτασμού στο προεδρικό Μέγαρο, καταργώντας τη μουσική, τα αλκοολούχα ποτά και τους πλουσιοπάροχους μπουφέδες.

πηγή:tvxs
http://tvxs.gr/

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010

Χίλιες φωνές...



Χίλιες φωνές χίλια τραγούδια
και χίλιοι μπάτσοι αγγελούδια

Και ένα σύνθημα γραμμένο σε έναν τοίχο
με έκανε απόψε να σκεφτώ αυτόν τον στοίχο

Γράφω αστεία τραγουδάκια για το έρωτα
μα κάτι ώρες βλέπω πράγματα ξενέρωτα
κι εκεί που είμαι αραχτός κι ερωτευμένος
Βλέπω του κράτους τον φρουρό
και μου χαλάει τον ειρμό ο γαμημένος

ήταν μια τρίτη στης πεντέμισι θυμάμαι
σε μια πορεία σε αντίκρισα στον δρόμο
μια με κοιτούσες στα κλεφτά
την άλλη σου ΄κανα ματιά
ήρθα κοντά και σε ακούμπησα στον ώμο

χίλιες φωνές χίλια τραγούδια
και χίλιοι μπάτσοι αγγελούδια

και ένα φτέρνισμα της διπλανής κύριας
χάλασε την σειρά που λες μιας διμοιρίας

και εγώ φωνάζω σ’ αγαπώ
και με κοιτάς και σε κοιτώ
και βλέπω κόλαση να γίνετε τριγύρω
και τι να γράψω τι να πω
τι να σου τάξω στον χαμό
θέλεις να πιάσω έναν μπάτσο να το δείρω;
Θες μια ασπίδα ένα γκλοπ
θες να ξηλώσω ένα στοπ
Θες να κεράσω μια ρετσίνα η λίγο γύρο

Μας κάνανε οι μπάτσοι ντου
Μες στην στιγμή του πανικού
Σ’ έχασα πάλι και μας ρίχναν δακρυγόνα
Δεν σε ξανάδα πουθενά
γίναν οι μέρες μου κενά
Και έπεσα πάλι με τα μούτρα στον αγώνα

Χίλιες φωνές χίλια τραγούδια
Και χίλιοι μπάτσοι αγγελούδια

Και ένας άχρηστος με κράνος και ασπίδα
Μας καταράστηκε μωρό μου όταν σ’ είδα

Στίχοι: Σπύρος Γραμμένος
Μουσική: Σπύρος Γραμμένος
Πρώτη εκτέλεση: Σπύρος Γραμμένος

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

Σωκράτης Μάλαμας-Active Member Της Φωτιάς οι Μάγοι


Από τα πέρατα της γης
Φέραν της φωτιάς οι μάγοι
Ονείρατα φιλόξενα
Μήπως και σπάσουνε οι πάγοι

Στη φωτιά ρίχνω όλα τα ταμένα
Όνειρα πάρτε με μαζί κι έμενα
Να χαθώ σε τραγούδια περασμένα
Κάπου εκεί όσα έχω χρεωμένα ζω

Μήπως θαρρέψει ο άνθρωπος
Και ψάξει στα χαμένα
Και βάλει χώρια τα καλά
Χώρια τα στερημένα

Από τα πέρατα της γης
Φέραν της φωτιάς οι μάγοι...

Σάββατο 3 Ιουλίου 2010

Κώστας Γεωργάκης: Η τραγική θυσία που κλόνισε τη χούντα.


Στις 18 Σεπτεμβρίου 1970,ο τότε φοιτητής της σχολής Μηχανικών στην αρχή και της Γεωλογίας αργότερα Κώστας Γεωργάκης αυτοπυρπολείται σε πλατεία της Γένοβας φωνάζοντας αντιδικτατορικά συνθήματα. Και αν η χούντα καταπνίγει το γεγονός, η δημοκρατία δείχνει να το αγνοεί, μια και ακόμα και σήμερα λίγοι είναι αυτοί που γνωρίζουν τη θυσία και ελάχιστα στοιχεία υπάρχουν για το γεγονός. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

O Κώστας Γεωργάκης γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1968, και το ότι ο πατέρας του ήταν μέλος της Ένωσης Κέντρου περιγράφει το πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποιο μεγάλωσε. Η πρώτη ημέρα της δικτατορίας τον βρίσκει να πετά αυτοσχέδιες προκηρύξεις κατά της χούντας. Ο ίδιος δείχνει να μην αντέχει το νέο ασφυκτικό περιβάλλον που φροντίζει να του υπενθυμίζει συνεχώς ότι οι πολιτικές και πολιτιστικές ελευθερίες που είχε πριν από την 21 Απριλίου είναι παρελθόν.
Στην τελευταία του επιστολή σε έναν φίλο αναφέρει ένα περιστατικό που του έδειξε ότι έπρεπε να βρει τρόπο διαφυγής από τη νέα πραγματικότητα: «Θυμάμαι μια φορά, εδώ και τρία χρόνια, προτού φύγω από Κέρκυρα με φώναξε ο τότε διοικητής να μου κάνει συστάσεις... Προσποιήθηκα ότι υπάκουα κι ήταν η πρώτη φορά που ένοιωσα αηδία για τον εαυτό μου».
Λύση και λύτρωση για όσους νέους της εποχής αισθάνονταν έτσι – και είχαν την οικονομική δυνατότητα –, οι σπουδές στο εξωτερικό, που τους έδιναν τη δυνατότητα να αποφύγουν να υπηρετήσουν στο δικτατορικό στράτευμα, με αποτέλεσμα οι λίγες δεκάδες έλληνες φοιτητές σε ιταλικά πανεπιστήμια πριν από τη χούντα να γίνουν εκατοντάδες μέσα σε ελάχιστο διάστημα. Οι γνώσεις ιταλικών και η κοντινή απόσταση τον οδηγούν στη γειτονική χώρα, όπου γράφεται στη Σχολή Μηχανικών.
Φεύγοντας, τον ακολουθεί η κλασική πατρική συμβουλή να μην ανακατευτεί με την πολιτική: «Κάτσε φρόνιμα, γιατί έχεις αδέλφια και θα πληρώσουμε και εμείς. Εγώ σε στέλνω να σπουδάσεις, δεν σε στέλνω να γίνεις εκεί ηγέτης, αντάρτης. Θα σε πιάσουν, θα σε σκοτώσουν και θα σκοτώσουν και τους άλλους. Με τις δικτατορίες δεν παίζουν, δεν δίνουν λογαριασμό σε κανέναν».
Πράγματι, τον πρώτο χρόνο ο Γεωργάκης δείχνει απόμακρος από όλες τις οργανώσεις των ελλήνων φοιτητών, αλλά από το καλοκαίρι του 1968 γράφεται στη νεολαία της Ένωσης Κέντρου ξεκινώντας έτσι την ενεργή αντιδικτατορική του δράση ως αρμόδιος της ΕΔΗΝ για τον Tύπο και τις δημόσιες σχέσεις. Τα πράγματα αλλάζουν δραματικά γι’ αυτόν το καλοκαίρι του 1970.
Η δικτατορία, γνωρίζοντας την αντιχουντική προπαγάνδα που έκαναν οι φοιτητές του εξωτερικού, τους εκβίαζε με πολλούς τρόπους: με την τρομοκρατία εναντίον τους μέσα από τα εκάστοτε προξενεία κάθε χώρας, με πάγωμα των εμβασμάτων που έρχονταν από τους γονείς τους, με διακοπές των αναβολών στράτευσης ώστε να επιστρέψουν εσπευσμένα στη στρατοκρατούμενη πατρίδα και με εκβιασμούς προς τους δικούς τους ανθρώπους που είχαν αφήσει πίσω.

Η συνέντευξη και η... γραβάτα
Το «πακέτο» αυτό των πιέσεων είχε αρχίσει να γίνεται αφόρητο στον Γεωργάκη, που τον Ιούνιο του 1970 δίνει ανώνυμη συνέντευξή του στο ιταλικό περιοδικό «Sigla a». Σε αυτήν καταγγέλλει τον ρόλο των χαφιέδων της χούντας εναντίον των φοιτητών, δίνοντας τα αρχικά των ονομάτων τους καθώς και τα χρήματα που έπαιρναν από το ελληνικό προξενείο στην Ιταλία:
«Ύπάρχει ελευθερία στην Ιταλία;
Είναι ένα είδος αμερικάνικης ελευθερίας. Καθένας έχει τη δυνατότητα και την ελευθερία να κάνει αυτό που λένε οι άλλοι.
Να κάνει αυτό που λένε οι άλλοι. Γνωρίζεις πολλούς Έλληνες;
Ναι, εδώ είμαστε περίπου διακόσιοι.
Είστε διακόσιοι. Είστε όλοι ευνοϊκοί ή αντίθετοι με το καθεστώς των συνταγματαρχών;
Θα έλεγα ότι η συντριπτική πλειοψηφία είναι αντίθετοι, όμως πρέπει να συμπληρώσω ότι είναι καταπιεσμένοι από τη μειοψηφία, καμιά δεκαπενταριά άτομα που δουλεύουν για το καθεστώς.
Τι σημαίνει “δουλεύουν για το καθεστώς”;
Σημαίνει ότι αυτοί, μη έχοντας δυνατότητα να παίρνουν χρήματα από την οικογένειά τους κάθε μήνα για να σπουδάζουν, δέχονται να είναι πληροφοριοδότες των αξιωματικών και συνεργάζονται με την υπηρεσία πολιτικών υποθέσεων του προξενείου.
Πόσα παίρνουν τον μήνα;
Ακριβώς... εξαρτάται από το άτομο. Από 180.000 λιρέτες, μέχρι 450.000 λιρέτες για τους αρχηγούς της Νάπολης.
Για τους αρχηγούς της Νάπολης, και για τους αρχηγούς της Γένοβας; Κάποιος Σ.Σ. στη Νάπολη παίρνει 450.000 λιρέτες τον μήνα.
Όχι, εγώ μιλάω για τους αρχηγούς της Γένοβας. Στη Γένοβα είναι τρεις και παίρνουν πάνω - κάτω 240.000 λιρέτες».
Η πραγματικότητα ήρθε να επιβεβαιώσει γρήγορα τις καταγγελίες του, μια και πριν ακόμα δημοσιευτεί η συνέντευξη οι άνθρωποι της χούντας όχι μόνο μαθαίνουν την ύπαρξή της και το όνομά του, αλλά, όπως καταγγέλλει ο ίδιος, τον απειλούν προσωπικά:
«Για λόγους που δεν κατάφερα ακόμη να ανακαλύψω, η μαγνητοταινία της συνεντεύξεώς μου βρέθηκε στην κατοχή του προξενείου της Γένοβας, το οποίο κάλεσε κατεπειγόντως τον εν λόγω “κύριο”, και σε μια σύσκεψη η οποία διεξήχθη αρχικά στο προξενείο και στη συνέχεια – σύμφωνα με τους πληροφοριοδότες μου – στην έδρα της “Λέγκα” στην οδό Καϊρόλι αποφασίστηκε “να μου σιάξουν τη γραβάτα”... χρησιμοποιώντας επακριβώς την έκφραση ενός μέλους. Και πράγματι την επομένη δέχθηκα την επίθεση του “κυρίου” Σκουλά από τη οποία γλίτωσα χάρη στην επέμβαση ενός φίλου, που έτυχε να είναι παρών».
Ο Γεωργάκης φοβάται πια ότι θέλουν να του «σιάξουν τη γραβάτα» και κοιμάται βάζοντας μπουκάλια πίσω από την πόρτα ώστε αν έρθουν νύχτα να τους ακούσει. Οι άνθρωποι του περιοδικού στο οποίο έδωσε τη συνέντευξη όταν ξανασυναντιούνται τον βλέπουν αναστατωμένο. Στις 18 Σεπτεμβρίου ο Γεωργάκης δέχεται ένα γράμμα από την Ελλάδα που τον αναστατώνει περισσότερο.
Η επιστολή αυτή δεν βρίσκεται ποτέ, αλλά από τις αφηγήσεις κοντινών του ανθρώπων, ο πατέρας του τού έγραφε ότι πρέπει να σταματήσει τις ενέργειές του γιατί έχουν προβλήματα οι δικοί του άνθρωποι στην Κέρκυρα και ότι έπρεπε να γυρίσει πίσω γιατί είχε τελειώσει η αναβολή και θα έπρεπε να πάει φαντάρος.


Η μεγάλη ώρα
Ο Κωνσταντίνος Γεωργάκης παίρνει την ίδια ημέρα την τραγική του απόφαση. Γεμίζει ένα μπιτόνι βενζίνη, γράφει το γράμμα - αποχαιρετισμό προς τον πατέρα του, δίνει το μπουφάν του στην αρραβωνιαστικιά του λέγοντάς της: «Κράτησέ το εσύ, εγώ δεν το χρειάζομαι... κράτησέ το, εμένα δεν θα μου χρειαστεί ξανά...» και φεύγει κατά τη μία το βράδυ από το σπίτι με το πεντακοσαράκι του Fiat. Η επόμενη πράξη της τραγωδίας θα εξελιχθεί στην πλατεία Ματεότι και είναι καλύτερο να μας την περιγράψει κάποιος από τους αυτόπτες μάρτυρες. Ένας από τους οδοκαθαριστές του δήμου που βρισκόταν εκεί στις 3 το πρωί :
«Ήταν 3 παρά 10 το πρωί και μαζί με άλλους τρεις συναδέλφους κάναμε την υπηρεσία μας στην πλατεία Ματεότι. Η συνηθισμένη ρουτίνα της δουλειάς μας. Η πλατεία ήταν έρημη, εγώ πήγαινα προς τη σκάλα του Παλάτσο Ντουκάλε, όταν είδα μια λάμψη πίσω μου. Ανησυχήσαμε μήπως ξέσπασε καμία πυρκαγιά. Φυσικά δεν φανταζόμασταν ότι επρόκειτο για έναν άνθρωπο που καιγόταν. Πήγαμε να δούμε τι συμβαίνει και αντικρίσαμε τη φιγούρα ενός ανθρώπου τυλιγμένου στις φλόγες που τρέχοντας φώναζε “Ζήτω η ελεύθερη Ελλάδα”, “Το έκανα για την Ελλάδα μου”.
Τρέξαμε προς το μέρος του με τα σακάκια μας και άλλα ρούχα προσπαθώντας να σβήσουμε τη φωτιά. Η ανθρώπινη δάδα μάς ξέφυγε, αποφασισμένη να καεί μέχρι τέλους. Μετά σβήσαμε τη φωτιά... Το θέαμα ήταν ανατριχιαστικό και φοβερό, τρομερή η μυρωδιά που προερχόταν από καμένες σάρκες. Το σοκ ήταν απερίγραπτο. Δεν μπορώ ακόμη και τώρα να συνέλθω και δεν ξέρω αν ποτέ τα καταφέρω να το ξεπεράσω. Δεν είμαι σε θέση να περιγράψω οτιδήποτε άλλο. Μου είναι αδύνατο να συνεχίσω να μιλώ. Άτομα σαν κι αυτόν υπάρχουν ένα στο εκατομμύριο».
Το απίστευτο γεγονός συγκλονίζει όλο τον κόσμο (έναν χρόνο πριν είχε διαμαρτυρηθεί με τον ίδιο τρόπο ο τσέχος Γιαν Πάλαχ), αιφνιδιάζει τη χούντα και παγώνει τους δικούς του που το μαθαίνουν τελευταίοι. Ο πατέρας που φτάνει στην Ιταλία περιγράφει την τελευταία εικόνα που είχε από τον γιο του: «Ήταν γυμνός με ένα μικρό σωβρακάκι. Ήταν από τη μέση και κάτω καμένος... σε τρία εκατοστά βάθος θα είναι λίγο. Κάθε δέκα πόντους είχε και γραμμές. Δηλαδή κάρβουνο, δεν μπορούσε να γλιτώσει». Εκεί διαβάζει και το αποχαιρετιστήριο γράμμα που είχε γράψει για αυτόν ο γιος του:

«Αγαπημένε μου πατέρα. Συγχώρεσέ μου αυτή την πράξη, χωρίς να κλάψεις. Ο γιος σου δεν είναι ένας ήρωας. Είναι ένας άνθρωπος, όπως οι άλλοι, ίσως με λίγο φόβο παραπάνω. Φίλησε τη γη μας για μένα. Μετά από τρία χρόνια βίας δεν αντέχω άλλο.
Δε θέλω εσείς να διατρέξετε κανέναν κίνδυνο, εξαιτίας των δικών μου πράξεων. Αλλά εγώ δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά παρά να σκέπτομαι και να ενεργώ σαν ελεύθερο άτομο. Σου γράφω στα ιταλικά για να προκαλέσω αμέσως το ενδιαφέρον όλων για το πρόβλημά μας. Ζήτω η Δημοκρατία. Κάτω οι τύραννοι. Η γη μας που γέννησε την ελευθερία θα εκμηδενίσει την τυραννία! Εάν μπορείτε, συγχωρέστε με. Ο Κώστας σου».


Όλοι, πλην χούντας
Η χούντα αποκρύπτει το γεγονός και οι λογοκριμένες ελληνικές εφημερίδες δεν γράφουν ούτε γραμμή, αλλά η Ιταλία είναι συγκλονισμένη: όλες οι κομματικές παρατάξεις, οργανώσεις, φορείς τιμούν τον νέο που θυσίασε τη ζωή του για την ελευθερία. Όλοι, εκτός φυσικά από το ελληνικό προξενείο στην Ιταλία, που με ένα χαφιεδικής έμπνευσης έγγραφο υποβαθμίζει τη θυσία μιλώντας ουσιαστικά για «ψυχολογικά προβλήματα» του Γεωργάκη:
«Εξ όσων αντελήφθην και εκ των λεχθέντων υπό των συμφοιτητών του ούτος είχεν επανειλημμένως κρίσεις μελαγχολίας κυρίως διότι επεβάρυνε τον πατέρα του οικονομικώς ενώ ο ίδιος επίστευεν ότι δεν θα επετύγχανε τελικώς να περατώση τας σπουδάς του. Επίσης ότι κατητρύχετο από αδικαιολόγητον άγχος ότι εάν επανέλθη εις Κέρκυραν δεν θα τω επιτραπή να αναχωρήση εκ νέου εις Ιταλίαν».

H κηδεία γίνεται στη Γένοβα στις 23 Σεπτεμβρίου, με το φέρετρο να φτάνει στους ώμους συμφοιτητών του σκεπασμένο με την ελληνική σημαία και να φυλάσσεται από αυτούς για τον κίνδυνο αρπαγής του από χουντικούς. Η δικτατορία δεν επιτρέπει την επιστροφή της σορού στην Ελλάδα για τον φόβο αντικαθεστωτικών εκδηλώσεων και έτσι παραμένει στο νεκροτομείο της Γένοβας για σχεδόν τέσσερις μήνες, ώς τις 18 Ιανουαρίου 1971 που φτάνει με μυστική επιχείρηση στην Κέρκυρα. Στον δρόμο για το νεκροταφείο τον συνοδεύουν μόνο ένα περιπολικό και οι δικοί του σε ένα ταξί…
Η φωτιά που άναψε με το σώμα του ο Κώστας Γεωργάκης μπορεί να μην έριξε φυσικά τη δικτατορία, αλλά ταρακούνησε πολλές συνειδήσεις και ζέστανε περισσότερες. Κάποιοι λένε ότι δεν άντεξε την πίεση της δικτατορίας, οι περισσότεροι μιλούν για την απόλυτη θυσία - μήνυμα προς ένα τυραννικό καθεστώς.
Το σίγουρο είναι ότι ο Γεωργάκης τα ξημερώματα της 18ης Σεπτεμβρίου πέρασε την κόκκινη γραμμή που όλοι φοβόμαστε. Και δυστυχώς μόνο αυτός γνωρίζει τι υπάρχει πέρα από αυτή, ενώ εμείς μόνο να σχολιάζουμε μπορούμε με την ασφάλεια αυτών που βρίσκονται πίσω από αυτήν…

πηγή:εφημερίδα το Ποντίκι(18.9.2008)

Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010

Νίκος Καββαδίας-Θεσσαλονικη


Ήταν εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης
το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά
σ' έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις
μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά

Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγανε οι Χιλιάνοι
άγιε Νικόλα φύλαγε κι αγιά θαλασσινή
τυφλό κορίτσι σ' οδηγάει παιδί του Μοντιλιάνι
που τ' αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί

Απάνω στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται
και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού...

εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού


Κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη
πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου είπες σ' αγαπώ
αύριο σαν τότε και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι
μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Ντεπό